Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Μια διακριτή πρόταση για την 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και για την επόμενη μέρα

Τους τελευταίους μήνες, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προχώρησε, εκ των πραγμάτων, σε ορισμένες απαραίτητες πολιτικές και προγραμματικές αποσαφηνίσεις. Η αταλάντευτη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, η πρωταγωνιστική της στάση στις κινητοποιήσεις πριν το δημοψήφισμα και η θέση που έχει κατακτήσει στο κίνημα της δίνουν τη δυνατότητα να αποτελέσει έναν μαζικό πόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς κι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο στην ταξική πάλη. Η κάθοδος στις εκλογές με ένα αυτόνομο ψηφοδέλτιο, παρότι δεν αποφασίστηκε εύκολα και χωρίς αντιφάσεις, ήταν ένα κρίσιμο στοιχείο για αυτή την προοπτική.
Η συνδιάσκεψη του Μάρτη παρέχει την ευκαιρία να εμπεδωθεί μια νέα τροχιά, μακριά από τα λάθη του παρελθόντος. Κρύβει, όμως, και σοβαρούς κινδύνους: να διαιωνιστεί η αβεβαιότητα, οι αντιφάσεις και οι παλινωδίες μεταξύ δύο διαφορετικών σχεδίων, της πολιτικής αυτοτέλειας του αντικαπιταλιστικού χώρου, από τη μια, και της συγχώνευσης με μη αντικαπιταλιστικές, ρεφορμιστικές δυνάμεις στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολιτικού μετώπου ή “πολιτικής συνεργασίας”.
Αυτό που βασικά κρίνεται στη συνδιάσκεψη δεν είναι η μια ή η άλλη εκτίμηση, ούτε το ένα ή το άλλο επιμέρους σύνθημα ή προγραμματικό σημείο. Πολλά από αυτά τίθενται σωστά στα κείμενα. Αυτό που πραγματικά κρίνεται, όμως, είναι ένα ζήτημα προσανατολισμού.
Σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι που παρεμβαίνει η Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική. Με το κείμενο που αντιπροτείνει συνολικά στο σημείο Γ4 επιχειρεί ένα πιο καθαρό πολιτικό σχέδιο για το μέλλον του μετώπου.
Είμαστε ειλικρινείς: ένα τέτοιο νέο σχέδιο απαιτεί πρώτα από όλα τον ολοκληρωτικό απεγκλωβισμό από το προηγούμενο σχέδιο που πρακτικά μονοπώλησε την πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και το οποίο απέτυχε εμφανώς. Το σχέδιο αυτό αποκλήθηκε “μετωπική συμπόρευση” και είχε σοβαρές συνέπειες:
α. Εξουδετέρωσε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για μεγάλο διάστημα, καθώς καμία άλλη πολιτική πρωτοβουλία δεν μπορούσε να συζητηθεί και να αποφασιστεί όσο το ζήτημα των συμμαχιών, με επίκεντρο τις διάφορες εκλογές, μονοπωλούσε την εσωτερική ζωή, τη συζήτηση και τη δραστηριότητά της. Για πάνω από δύο χρόνια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε πρακτικά να κάνει τίποτα άλλο από το να συζητά για συμμαχίες στις εκλογές, παρότι τα μέλη της έδιναν πάντα μάχες στην πρωτοπορία των αγώνων.
β. Ασκούσε διαρκεί πιέσεις προς τα δεξιά, πιέσεις προγραμματικής υποχώρησης και προσαρμογής προς δυνάμεις του “ριζοσπαστικού” ή αντιευρωπαϊκού ρεφορμισμού. Το πιο χαρακτηριστικό αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων ήταν η εκλογική συνεργασία με τη ΜΑΡΣ το Γενάρη του 2015, όταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέβηκε για πρώτη και μόνη φορά χωρίς την εργατική εξουσία στο πρόγραμμα.
Σήμερα, ο κίνδυνος είναι να βγούμε από τη συνδιάσκεψη με ένα κείμενο-σούπα, ένα κείμενο-χρησμό της Πυθίας, που θα μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους και, επομένως, θα επιτρέπει την επάνοδο στις οδυνηρές και καταστροφικές προγραμματικές διαπραγματεύσεις με δυνάμεις του ρεφορμισμού, ιδίως με τη ΛαΕ και συνιστώσες ή δορυφορικές ομάδες της.
Θεωρούμε ότι το βασικό πρόβλημα που διαπερνά το κείμενο των θέσεων και αποτυπώνεται ανάγλυφα στο κεφάλαιο Γ4 είναι η σύγχυση δύο διαφορετικών επιπέδων μέσα στην ταξική πάλη: του κοινωνικού, δηλαδή των αγώνων στους οποίους χρειάζεται η ευρύτερη δυνατή ενότητα μαχόμενων δυνάμεων, και του πολιτικού, στο οποίο η αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς θα έπρεπε να είναι αδιαπραγμάτευτη.

Τι πραγματικά λέει το κεφάλαιο Γ4 των Θέσεων

Η εκδοχή που προτείνεται από την πλειοψηφία της ΚΣΕ και του ΠΣΟ στη συνδιάσκεψη περιέχει πάρα πολλές και αντιφατικές διατυπώσεις, και επομένως πρέπει να διαβαστεί με προσοχή. Οι αναφορές στον αντικαπιταλιστικό πόλο είναι συχνές, αλλά αναιρούνται σε μεγάλο βαθμό από τις υπόλοιπες διατυπώσεις.
Πρώτα και κύρια, είναι προβληματικό ότι η πολιτική κορωνίδα, το τελευταία κεφάλαιο, και άρα προφανώς το δια ταύτα, είναι και πάλι η πολιτική των συμμαχιών, ο “μετωπισμός”, σαν να ήταν η βασική πολιτική αποστολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να διαπραγματεύεται με άλλες δυνάμεις. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η δική μας αντιπρόταση αντικαθιστά το Γ4 με ένα κείμενο για τα κορυφαία καθήκοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο κίνημα γενικά, χωρίς να δίνεται προνομιακή θέση στην πολιτική συμμαχιών.
Δεύτερον, το αρχικό κείμενο μιλάει καθαρά για μια πρόταση πολιτικής συνεργασίας που είναι “εξέλιξη και προσαρμογή της πρότασης της μετωπικής πολιτικής συμπόρευσης”, όπως αποφασίστηκε στην προηγούμενη συνδιάσκεψη (θέση 79). Όποιος και όποια θεωρεί, επομένως, ότι τα απαραίτητα συμπεράσματα έχουν βγει και έτσι απομακρυνόμαστε από την πολιτική που οδήγησε σε δύο χρόνια παραλυτικών διαπραγματεύσεων, σε μια αποτυχημένη εκλογική συνεργασία με τη ΜΑΡΣ και το Σχέδιο Β και σε μια διάσπαση, απατάται. Αυτό είναι σαφές και από την αποτίμηση της συμπόρευσης ως “σημαντικό βήμα για την πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ”. Είναι αστείο να θεωρείται επιτυχημένη η εμπειρία μιας συνεργασίας, ο απολογισμός της οποίας είναι οφθαλμοφανής και αμείλικτος: η ΜΑΡΣ απέσπασε μερικές εκατοντάδες μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα οποία προσχώρησαν στη ΛαΕ, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κράτησε έξω από τη ΛαΕ έναν αριθμό μελών της ΜΑΡΣ που μπορούν να μετρηθούν στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Στην πραγματικότητα, όλη η ουσία του κεφαλαίου Γ4 είναι ακριβώς μια νέα εκδοχή της συμπόρευσης, μια πρόταση δηλαδή για μόνιμη πολιτική συνεργασία με δυνάμεις μη αντικαπιταλιστικές (δηλαδή ρεφορμιστικές), στις οποίες περιλαμβάνεται και η ΛαΕ, συνεργασία για την οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επιπλέον, θα είναι διατεθειμένη να κάνει προγραμματικές παραχωρήσεις.
Τίποτα από αυτά που λέμε δεν αδικεί το κείμενο. Ας τα δούμε ένα-ένα:
  • Πολιτική συνεργασία με ρεφορμιστικές δυνάμεις. Όλη η ουσία υπάρχει στην πρώτη παράγραφο (θέση 73), όπου επαναλαμβάνεται η φόρμουλα: “δημιουργία ενός μαζικού πόλου - πολιτικού μετώπου της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς και των ευρύτερων δυνάμεων της ανατροπής, με την ηγεμονία του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος” (το τελευταίο σχετικά με την “ηγεμονία” όχι μόνο δεν διευκρινίζεται, αλλά παραλείπεται στις επόμενες επαναλήψεις της φόρμουλας μέσα στο κείμενο). Οι “ευρύτερες δυνάμεις της ανατροπής” προφανώς δεν είναι αντικαπιταλιστικές, και δεν ξέρουμε άλλον όρο για να περιγράψουμε τη μη-αντικαπιταλιστική αριστερά εκτός από το “ρεφορμιστική”. Το ίδιο το κείμενο (θέση 77) διευκρινίζει: “υπάρχουν δυνάμεις και αγωνιστές που δεν έχουν κατακτήσει το σύνολο του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, αλλά κινούνται σε ριζοσπαστική ρηξιακή κατεύθυνση”, δυνάμεις στις οποίες προτείνουμε “πρόταση πολιτικής συνεργασίας”. Επομένως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόταση απευθύνεται σε δυνάμεις εκτός του αντικαπιταλιστικού χώρου.
  • Προγραμματικές υποχωρήσεις χάριν της συνεργασίας. Στις θέσεις 76 και 77 (που αναφέρονται τυπικά σε διαφορετικού χαρακτήρα δυνάμεις, χωρίς όμως να είναι σε καμία περίπτωση δυνατό να καταλάβει κανείς τη διαφορά) γίνεται λόγος για “βασικές πλευρές” ή “βασικούς στόχους-αιτήματα” του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος, που αποτελούν τη βάση της “πολιτικής συνεργασίας”. Υπάρχουν επομένως “μη βασικές πλευρές” οι οποίες δεν πειράζει να φύγουν. Ποιες είναι αυτές; Ας θυμίσουμε ότι στην προηγούμενη εμπειρία προγραμματικών διαπραγματεύσεων μπήκαν στην κλίνη του Προκρούστη θέσεις όπως: η ενότητα της πάλης εναντίον του ευρώ με την αντιΕΕ πάλη, η νομιμοποίηση των μεταναστών, ο αφοπλισμός της αστυνομίας και η διάλυση των ειδικών δυνάμεων, η εξουσία των εργαζομένων. Για εμάς όλες αυτές οι πλευρές είναι απολύτως βασικές, και το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα δεν είναι μενού που μπορεί να λειτουργεί αλά καρτ. Είναι αντικαπιταλιστικό στο σύνολό του, και δεν είναι πια αντικαπιταλιστικό αν κατατεμαχίζεται. Όσο και αν μιλά για “ηγεμονία” του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, το κείμενο των Θέσεων δίνει το σήμα πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτίθεται να διαπραγματευτεί το πρόγραμμα, σε μια πορεία που περιλαμβάνει και τον δικό της “μετασχηματισμό” (θέση 75).
  • Η πολιτική συνεργασία είναι μόνιμη συμμαχία. Στη θέση 78 διευκρινίζεται πως η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλες τις παραπάνω δυνάμεις έχει τα “χαρακτηριστικά μόνιμης συνεργασίας”, όχι μιας προσωρινής σύμπλευσης.
  • Η πρόταση αφορά και τη ΛαΕ. Παρά τις αποστάσεις που παίρνει αλλού το κείμενο των Θέσεων, ήδη στη θέση 73 απευθύνει πρόταση κοινού μετώπου ή πολιτικής συνεργασίας στις “δυνάμεις, οργανωμένες ή αγωνιστές, που έχουν αποδεσμευτεί από τον ρεφορμισμό του ΣΥΡΙΖΑ και σε ένα βαθμό από το ΚΚΕ”. Η ΛαΕ αποδεσμεύτηκε από το ΣΥΡΙΖΑ και, αφού δεν περιλαμβάνεται στις προαναφερθείσες ρεφορμιστικές δυνάμεις, είναι προφανώς πιθανός αποδέκτης της πρότασης. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να ψάχνουμε τις διατυπώσεις: η εμπειρία της πρότασης εκλογικής συνεργασίας στη ΛαΕ και των (σύντομων) διαπραγματεύσεων τον Αύγουστο προμηνύει ότι σε μελλοντικές εκλογές πιθανότατα θα δούμε το ίδιο έργο, αν η απόφαση της συνδιάσκεψης δεν πάρει σαφή θέση κατά μιας τέτοιας συνεργασίας.

Επομένως, το κείμενο των θέσεων στην πραγματικότητα προτείνει (α) μόνιμη (β) πολιτική συνεργασία με μη αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, (γ) περιλαμβανομένης της ΛαΕ και (δ) στη βάση όχι όλου, αλλά ενός μέρους του αντικαπιταλιστικού προγράμματος.

Η αντιπρόταση του ΣΕΚ δεν είναι η απάντηση

Η τροποποίηση που καταθέτουν οι σύντροφοι του ΣΕΚ στο σημείο Γ4, παρότι κάνει αρνητική αποτίμηση της εμπειρίας της συμπόρευσης και επιχειρεί μια πιο καθαρή διάκριση των πολιτικών μετώπων από τα αγωνιστικά-κινηματικά μέτωπα, αφήνει σε τελική ανάλυση την ίδια αμφίβολη και θολή προοπτική για τις πολιτικές και εκλογικές συνεργασίες. Οι διατυπώσεις του δεν αποτελούν εγγύηση για την εγκατάλειψη της πολιτικής του “μετωπισμού” και της συμπόρευσης και για την υιοθέτηση ενός διαφορετικού σχεδίου.
Η αντιπρόταση του ΣΕΚ εξακολουθεί να υιοθετεί το ρητό στόχο για τη “δημιουργία ενός μαζικού πόλου - πολιτικού μετώπου της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς και των ευρύτερων δυνάμεων της ανατροπής”, ακριβώς όπως και το αρχικό κείμενο των Θέσεων. Την πρόταση για πολιτική συνεργασία εξακολουθεί να την απευθύνει σε δυνάμεις και αγωνιστές “που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υιοθετούν ή στρέφονται προς βασικές πλευρές του αντικαπιταλιστικού προγράμματος”, εισάγοντας και πάλι την ιδέα του κατατεμαχισμού του προγράμματος. Άλλωστε, αυτό δεν είναι τυχαίο. Έγινε φανερό και από την τοποθέτηση των συντρόφων του ΣΕΚ υπέρ της απεύθυνσης στη ΛαΕ για εκλογική/πολιτική συνεργασία τον Αύγουστο.

Η πρόταση της Πρωτοβουλίας

Η πρόταση της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική είναι μια προσπάθεια να γίνει το πρώτο βήμα για έναν διαφορετικό προσανατολισμό, προς το ίδιο το κίνημα, προς την αυτο-οργάνωση, προς μια σαφή επαναστατική φυσιογνωμία, προς τον απεγκλωβισμό από τις διαπραγματεύσεις με τις γραφειοκρατίες της αριστεράς, προς την απομάκρυνση από τις πρωτοβουλίες “ειδημόνων” ερήμην του κινήματος, προς κάτι πιο φρέσκο και δυναμικό.
Βασίζεται στην κεντρική εκτίμηση ότι για να μπορέσει σήμερα να αντεπιτεθεί αποτελεσματικά το εργατικό κίνημα, είναι προϋπόθεση να ενισχυθεί το βάρος ενός αυτόνομου, πολιτικά και οργανωτικά, πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Ενός πόλου που θα μιλά ταξικά, όχι “εθνικά” και διαταξικά. Που θα μιλά στο όνομα των αναγκών και των συμφερόντων των εργαζομένων, των ανέργων και των καταπιεσμένων στρωμάτων, και όχι της στο όνομα της “χώρας” και της “παραγωγικής ανασυγκρότησης”.
Θέλει την ενότητα όλων των αγωνιζομένων στη δράση, στις απεργίες, στις διαδηλώσεις. Δεν συγχέει όμως αυτή την ενότητα με την πολιτική συγχώνευση. Η πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική ανεξαρτησία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αδιαπραγμάτευτη. Η Πρωτοβουλία λέει καθαρά ότι δεν υπάρχει περιθώριο πολιτικής, προγραμματικής ή εκλογικής συνεργασίας με τη ΛαΕ και τις πέριξ αυτής οργανώσεις.
Η καπιταλιστική κρίση απαιτεί από εμάς αντικαπιταλιστικές απαντήσεις, τίποτα λιγότερο. Να τις δώσουμε.

Για να τις δώσουμε, όμως, χρειαζόμαστε μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματικά δημοκρατική και ανοιχτή στην πρωτοβουλία των μελών της.
Χρειάζεται οι τοπικές επιτροπές και οι συνελεύσεις τους να είναι τα πραγματικά κύτταρα της λειτουργίας, με τακτικές συνεδριάσεις και κοινή δράση. Οι σοβαρές αποφάσεις δεν γίνεται να παίρνονται από τα ψηλότερα όργανα, την ΚΣΕ και το ΠΣΟ, ερήμην της βάσης. Δεν μπορεί η συνδιάσκεψη να γίνεται κάθε 3 χρόνια.
Χρειάζεται κοινή ζωή και κοινή δράση. Οι διαφορετικές απόψεις και οι διαφορετικές οργανώσεις δεν καταργούνται μέσα στο μέτωπο, αντίθετα είναι πλούτος. Ταυτόχρονα, όμως, σεβόμαστε τις αποφάσεις του μετώπου. Όταν αποφασίσει μια δράση ή πρωτοβουλία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως τέτοια, δεν μπορούν τμήματά της να κάνουν κάτι διαφορετικό ή αντίθετο, κάτω από τη σημαία της. Η συνύπαρξη σε ένα κοινό αντικαπιταλιστικό μέτωπο έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Χρειάζεται, τέλος, όλες οι απόψεις και τάσεις να μπορούν να αρθρώνονται ελεύθερα, να συζητιούνται και να εκπροσωπούνται αναλογικά στη συνδιάσκεψη, στα όργανα, στις δημόσιες εμφανίσεις, στις εκδηλώσεις. Μόνο μια γνήσια δημοκρατική δομή μπορεί να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη ενοποίηση του μετώπου.
Η Πρωτοβουλία  για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική συγκροτήθηκε από μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανένταχτα ή ενταγμένα σε οργανώσεις της. Λειτουργεί στη βάση της ισοτιμίας όσων συμμετέχουν σε αυτή και είναι ανοιχτή σε όποιον ή όποια ενδιαφέρεται για τις θέσεις της, οι οποίες θα παρουσιαστούν σύντομα σε δημόσια εκδήλωση, αλλά και σε όλες τις τοπικές επιτροπές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου